Αζοφική θάλασσα

Αζοφική θάλασσα
Κόλπωση του Εύξεινου Πόντου, με τον οποίο συνδέεται μέσω του Στενού του Κερτς. Βρέχει τις ακτές της Ουκρανίας και από την πλευρά του πελάγους την κλείνει η χερσόνησος της Κριμαίας. Οι ακτές της είναι χαμηλές, με λιμνοθάλασσες και προσχώσεις. Στην Α.θ. εκβάλλουν πολλοί ποταμοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Δον. Έχει άφθονα ψάρια και όταν τον χειμώνα παγώνει η επιφάνειά της, οι ψαράδες ανοίγουν τρύπες στον πάγο και ψαρεύουν. Σημαντικά λιμάνια της είναι οι πόλεις Κερτς και Ροστόφ. Οι αρχαίοι την ονόμαζαν Μαιώτιδα λίμνη. Κοντά στη σημερινή πόλη Αζόφ (13 χλμ. από τις εκβολές του Δον) βρισκόταν η Τάναϊς, αρχαία ελληνική αποικία, ονομαστή για το εμπόριό της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Κερτς — (Kerch). Πόλη (157.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Κριμαίας (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ.). Στην ακτή του κόλπου του Κ. λειτουργεί πορθμείο που ενώνει την Κριμαία με τον Καύκασο διαμέσου του ομώνυμου πορθμού, με… …   Dictionary of Greek

  • Καύκασος — (ρωσ. Kafkaz, αγγλ. Caucasus). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή: Ελμπρούζ, 5.642 μ.) στο απώτατο τμήμα της νοτιοανατολικής Ρωσίας, το οποίο παλαιότερα θεωρείτο το φυσικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σήμερα όμως κατατάσσεται αποκλειστικά στην… …   Dictionary of Greek

  • ντον — I (Don). Ποταμός (1.963 χλμ.) της Ρωσίας. γνωστός στην αρχαιότητα ως Τάναϊς. Ρέει στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας και έχει υδρογραφική λεκάνη 420.000 τ. χλμ. Πηγάζει από το Κεντρικό Ρωσικό Υψίπεδο στα ΒΔ του Νοβομοσκόφσκ (πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Μαιώτης — Μαιώτης, ιων. Μαιήτης, ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. Μαιῆτις (Α) 1. στον πληθ. σκυθική φυλή που κατοικούσε στα βόρεια παράλια τού Εύξεινου Πόντου 2. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια τού Εύξεινου …   Dictionary of Greek

  • Σινδική — η, ΝΑ [Σινδοί] χώρα τής Σαρματίας, στη βορειοανατολική ακτή τού Εύξεινου Πόντου, η οποία εκτεινόταν ανάμεσα στη Μαιώτιδα λίμνη, σημερινή Αζοφική Θάλασσα, και στη χώρα τών Ζυγών, σημερινή χερσόνησο Τομάκ …   Dictionary of Greek

  • Σιρακηνή — η, ΝΑ (στην αρχαιότητα) χώρα τής Σαρματίας στα βόρεια τού Καυκάσου, ανάμεσα στη Μαιώτιδα λίμνη, σημερινή Αζοφική Θάλασσα, και στην Ιβηρία, τη σημερινή Γεωργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”